- στέγαρχος
- στέγαρχοςmaster of the housemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στέγαρχος — ὁ, Α οικοδεσπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέγη + αρχος*] … Dictionary of Greek
στέγαρχον — στέγαρχος master of the house masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… … Dictionary of Greek